ἀναμυρίζω

ἀναμυρίζω
ἀνα-μυρίζω, wieder salben

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αναμυρίζω — ἀναμυρίζω (Μ) αλείφω ξανά με μύρο μετά το βάπτισμα, ξαναμυρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + μυρίζω (< μύρον) «αλείφω με μύρο». ΠΑΡ. μσν. ἀναμυρισμός] …   Dictionary of Greek

  • αναμυρισμός — ἀναμυρισμός, ο (Μ) [ἀναμυρίζω] η εκ νέου επάλειψη με θείο μύρο μετά το βάπτισμα, ξαναμύρωμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”